- φοροῦντα
- φορέωrepeatedpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)φορέωrepeatedpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοροῦντ' — φοροῦντα , φορέω repeated pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φοροῦντα , φορέω repeated pres part act masc acc sg (attic epic doric) φοροῦντι , φορέω repeated pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) φοροῦντι , φορέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… … Dictionary of Greek